- στοιβαστός
- -ή, -όν, ΜΑ [στοιβάζω]στοιβαχτόςμσν.(για αποστελλόμενα εμπορεύματα) συσκευασμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πετροστοίβαστος — ον, Μ (για τόπο) γεμάτος πέτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + στοιβαστός (< στοιβάζω)] … Dictionary of Greek